- συνεεικοσι
- συνεείκοσισυν-εείκοσιатт. * συνείκοσι οἱ, αἱ, τά indecl. двадцать вместе взятых Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεείκοσι — Α (επικ.τ.) βλ. συνείκοσι … Dictionary of Greek
συνείκοσι — και συνεείκοσι και ξυνεείκοσι Α είκοσι μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἵκοσι] … Dictionary of Greek